συμπαρόντα

συμπαρόντα
συμπάρειμι 1
sum to be present also
pres part act masc acc sg
συμπάρειμι 1
sum to be present also
pres part act neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπαρόντ' — συμπαρόντα , συμπάρειμι 1 sum to be present also pres part act masc acc sg συμπαρόντα , συμπάρειμι 1 sum to be present also pres part act neut nom/voc/acc pl συμπαρόντι , συμπάρειμι 1 sum to be present also pres part act masc/neut dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπιτείνω — ΜΑ [ἐπιτείνω] έχω την ίδια ένταση με κάτι άλλο («τὰ τῶν παθῶν θρέμματα τῷ λογισμῷ συμπαρόντα καὶ συνεπιτείνονα ταῑς ἀρεταῑς», Πλούτ.) αρχ. συντελώ στην αύξηση ή στην ένταση (α. «συνεπέτεινε δ αὐτῶν τὴν ὀργήν», Πολ. β. «τὴν ψυχρότητα τοῡ ὕδατος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”